χνοώδης

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χνοώδης Medium diacritics: χνοώδης Low diacritics: χνοώδης Capitals: ΧΝΟΩΔΗΣ
Transliteration A: chnoṓdēs Transliteration B: chnoōdēs Transliteration C: chnoodis Beta Code: xnow/dhs

English (LSJ)

χνοῶδες,
A like fine powder, downy, Hp.Ulc.17, Thphr. HP 1.10.3, Dsc.4.68; μηλέαι prob. in Androt.Georg.ap.Ath.3.82c (χνοωδίας codd.); of salt, Sor.1.82; of arsenic, Olymp.Alch.p.75B.: Comp., Dsc.2.175, Anon. ap. Suid.: Sup., Gal.6.283, Sch.E.Or.115. Adv. χνοωδῶς Gal.11.405.
II ἀὴρ χ., soft, 'muggy', opp. λαμπρός, v.l. for νοτώδης Hp.Aër.15.

German (Pape)

[Seite 1361] ες, von der Art od. dem Ansehen eines Anflugs, Flaums od. Milchhaares, mit Flaum bedeckt, Theophr. u. Sp. – Adv., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

χνοώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λεπτὴν κόνιν, ὅμοιος πρὸς χνοῦν, Λατ. lanuginosus, χν. ποιεῖν τι Ἐμπεδ. παρὰ Γαλην. 3. 101, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 3, Διοσκ. 4. 69 καὶ 150. - Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290, ἀὴρ χν., ἀντίθετον τῷ λαμπρός, ὁμιχλώδης.

Greek Monolingual

-ες / χνοώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χνόος / χνοῦς]
1. αυτός που μοιάζει με χνούδι
2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός.
επίρρ...
χνοωδῶς Α
με χνοώδη μορφή.