γαργάλη

English (LSJ)

ἡ, = ἐρεθισμός, Erot. s.v. γαργαλισμός.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
irritación ref. al acto sexual excitación Erot.30.21, Hsch.s.uu. γαργαλισμός, γάργασις.