irritación
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Spanish > Greek
ἄραδος, ἄμυξις, αἱμάτωσις, γαργαλισμός, γάργαλος, ἀγγρία, διαγανάκτησις, γαργαλίζω, ἑλκώδης, γάργασις, διερεθισμός, ἐκτάραξις, δυσχερασμός, ἀγριαῖνον, γαργάλη, ἀδαξησμός, ὀδαξησμός, ἀδαγμός, ὀδαγμός, ἀναξεσμός, ἀγανάκτησις, δῆξις, δηγμός, ἄδηκτος, δυσφροσύνη