γαστρίοικος: -ον, ὁ ἐν τῇ γαστρὶ οἰκῶν, ἴδε Λεξ. Κουμ.
γαστρίοικος, -ον (Μ)αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -οικος < οίκος].