γαστρόχειρ

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, living by one's hands, written γαστερόχειρ in Str.8.6.11, EM221; cf. χειρογάστωρ, ἐγχειρογάστωρ.

German (Pape)

[Seite 476] ὁ, v.l. für γαστερόχειρ.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν ζῶν, γραφόμενον γαστερόχειρ ἐν Στράβ. 373, Ἐτυμ. Μ. 221· ὡσαύτως χειρογάστωρ, ὃ ἴδε.