-ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ' αυτόν2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή.