γαϊδουρινός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γάιδαρο ή προέρχεται απ' αυτόν
2. αναιδής, πεισματάρης, πρόστυχος
3. φρ. «γαϊδουρινή υπομονή» ανεξάντλητη και χωρίς διαμαρτυρίες υπομονή.