= γητόμος, A.R. 1.687, Opp.C.1.137, Nonn. D. 21.97, al.
[Seite 478] = γεωτόμος, ἄροτρον Opp. Cyn. 1, 137.
γειοτόμος, -ον (Α)γεωτόμος, αυτός που κόβει, χαράζει τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γειο- < γη + -τομος < τέμνω.