γεωτόμος
English (LSJ)
ον, cutting the ground, ὅπλον AP 10.101 (Bian.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γειοτόμος A.R.1.687, Opp.C.1.137, Nonn.D.2.411, 6.375, 37.400
que rotura la tierra, ἄροτρον A.R.l.c., Opp.l.c., ὅπλον AP 10.101 (Bianor), τρίαινα Nonn.D.2.411, cf. 6.375, ῥεέθρῳ ὄμβρου γειοτόμοιο ῥάχις κοιλαίνετο γαίης Nonn.D.37.400
•subst. ὁ γ. labrador, AP 9.741.
German (Pape)
[Seite 488] die Erde aufreißend, pflügend, ὅπλον Bian. (X, 101); ὁ, Ep. ad. 229 (IX, 741).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fend la terre ; qui cultive, laboure.
Étymologie: γῆ, τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
γεωτόμος: II ὁ землепашец, пахарь Anth.
роющий землю, пашущий (ὅπλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γεωτόμος: -ον, ὁ κόπτων, ἀνοίγων τὸ ἔδαφος, γεωργῶν, Ἀνθ. II. 10. 101.
Greek Monolingual
γεωτόμος, -ον (Α)
αυτός που οργώνει τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - (< γη) + -τόμος < τόμος < τέμνω (πρβλ. βαλλαντιοτόμος, υλατόμος].
Greek Monotonic
γεωτόμος: -ον (τέμνω), αυτός που σκάβει, ανοίγει το έδαφος, που οργώνει, σε Ανθ.