γελασηνός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γελασηνός, -ή, -όν)
1. ο γελαστός, ο εύθυμος
2. (για τόπους) ο χαριτωμένος («γελασηνό ακρογιάλι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γελασ-, γελάω + -ηνός].