εύθυμος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔθυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος
2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος
μσν.
γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αγαθός, ευμενής («εὔθυμος ἄναξ», Ομ. Οδ.)
2. (για ίππο) ο ζωηρός, ο θυμοειδής («εὐθυμότατοι ἵπποι και γοργότατοι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔθυμον
η ευθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θυμός «ψυχή»].