γελοιοποίηση

Greek Monolingual

η
1. πρόκληση γέλιου σε βάρος κάποιου, διακωμώδηση
2. η μετάπτωση σοβαρού προσώπου ή πράγματος στη γελοιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Καμπούρογλου].