μετάπτωση

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

η (Α μετάπτωσις) μεταπίπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω, αιφνίδια αλλαγή ή μεταβολή θέσης ή κατάστασης (α. «μηδεμιᾱς γε ἐν αύτοῖς οὔσης ἔμπροσθεν μεταπτώσεως», Πλάτ.
β. «η κατάσταση του καιρού παρουσιάζει πολλές μεταπτώσεις»)
νεοελλ.
1. γλωσσ. φωνολογική, κυρίως φωνηεντική, μεταβολή τών μορφημάτων [[[δηλαδή]] ρίζας, θέματος, κατάληξης, επιθήματος] τών συναπτόμενων ετυμολογικώς λέξεων, προκειμένου να δηλωθούν διαφορετικές λειτουργίες και σημασίες, λ.χ. «λέγω - λόγος», «τέμνω - τομή»
2. γεωλ. κατηγορία ρηγμάτων του στερεού φλοιού της Γης, κατά μήκος τών οποίων το ένα ή και τα δύο διαχωρισθέντα τεμάχη έχουν μετακινηθεί κατά κατακόρυφη ή οριζόντια διεύθυνση
3. φυσ. η μεταβολή της κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος και κυρίως εκείνη η οποία πραγματοποιείται από μια ενεργειακή στάθ-μη σε άλλη και συνοδεύεται από την εκπομπή ή την απορρόφηση φωτονίων
4. (αστρον.-φυσ.) φυσικό φαινόμενο που συνδέεται με την κίνηση ενός περιστρεφόμενου στρόβου, δηλ. σβούρας, ή ενός γυροσκοπίου και συνίσταται στη σχετικά βραδεία περιστροφή του άξονα περιστροφής ενός περιστρεφόμενου στερεού σώματος γύρω από μια ευθεία που τέμνει τον άξονα περιστροφής
5. φρ. α) «μετάπτωση ανέμου»
ναυτ. αλλαγή της διεύθυνσης από την οποία πνέει ο άνεμος, στροφή του ανέμου προς άλλη κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τη μεταβολή της έντασής του
β) «μετάπτωση ισημεριών»
αστρον. η κίνηση τών ισημερινών σημείων επάνω στην εκλειπτική, κίνηση η οποία οφείλεται στην κυκλική μετάπτωση του άξονα περιστροφής της Γης
γ) «στοιχεία μετάπτωσης»
χημ. μεγάλη ομάδα τών χημικών στοιχείων, που είναι όλα μέταλλα και τών οποίων τα άτομα έχουν ηλεκτρόνια σθένους σε περισσότερες από μία ενεργειακές στάθμες
δ) «βαθμίδα μετάπτωσης»
γλωσσ. καθεμία από τις οκτώ μεταπτωτικές κατηγορίες και υποκατηγορίες, από τις οποίες κύριες είναι η ισχυρή, όπου ένα φωνήεν εμφανίζεται με τη μία ή άλλη μορφή, λ.χ. «λείπω», και η ασθενής ή εξασθενωμένη, όπου το φωνήεν συστέλλεται ή αποβάλλεται, λ.χ. «έλιπα»
αρχ.
1. η προσχώρηση στην πλευρά άλλου, λιποταξία («τὴν ἐσομένην... μετάπτωσιν πρὸς αὐτοὺς τῶν Ἰβήρων», Πολ.)
2. γραμμ. κλίση.