γενείασις
English (LSJ)
-εως, ἡ, growth of the beard, in plural, Plot.4.3.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ crecimiento de la barba Plot.4.3.13.
Greek (Liddell-Scott)
γενείασις: ἡ, τὸ ἔχειν γένεια, Πλωτ. 4. 3, 13.
Greek Monolingual
γενείασις, η (Α) γενειάζω
το φύτρωμα και η ανάπτυξη τών γενειών.