φύτρωμα

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το, Ν φυτρώνω
η ενέργεια του φυτρώνω, η ανάπτυξη του φυτικού εμβρύου που βρίσκεται μέσα στο σπέρμα σε τέλειο φυτό.