γενειάζω
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
Dor. γενειάσδω, (γένειον) get a beard, come to man's estate, D.H.1.76, AP12.12 (Flacc.); ἄρτι γενειάσδων Theoc.11.9, cf. CIG 3715 (Apamea Bith.): pf. γεγενείακα Philem.15.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. γενειάσδω Theoc.11.9
echar barba, ἄρτι γενειάσδων habiendo empezado hace poco a tener barba Theoc.l.c., cf. Philem.14, D.H.1.76, AP 12.12 (Stat.Flacc.), IApameia 28.1 (I/II d.C.).
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, mannbar werden; ἄρτι γενειάσδων Theocr. 11, 9; vgl. Flacc. 1 (XIII, 12) u. App. 125. S. γενειάω.
French (Bailly abrégé)
commencer à avoir de la barbe.
Étymologie: γενειάς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γενειάζω γένειον Dor. ptc. praes. γενειάσδων, baardgroei hebben. Theocr. 11.9.
Russian (Dvoretsky)
γενειάζω: дор. γενειάσδω покрываться первым пушком, начинать обрастать бородой Theocr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάζω: Δωρ. –άσδω, (γένειον)·- προσκτῶμαι γένεια, φθάνω εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Διον, Ἁλ. 1. 76, Ἀνθ.· ἄρτι γενειάσδων Θεόκρ. 11. 9, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3715· πρκμ. γεγενείακα Φιλήμ. Αὐλ. 1· - πρβλ. γενειάω, γενειάσκω.
Greek Monolingual
(AM γενειάζω)
1. αποκτώ, βγάζω γένια
2. φθάνω σε αντρική ηλικία, γίνομαι άντρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένυς
δυνατόν όμως να συσχετισθεί η λ. και με τον τ. γενειάς.
Greek Monotonic
γενειάζω: Δωρ. -άσδω = γενειάω, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
= γενειάω, Theocr.]