γενητικός

English (LSJ)

v.l. for γεννητικός, Arist.Top.124a24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador subst. τὰ γενητικά op. τὰ φθαρτικά Arist.Top.124a24 (var.), Plu.2.1013b.

Greek Monolingual

γενητικός, -ή, -όν (Α)
ο γεννητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γραφή του γεννητικός. Για το ένα ή τα δύο -ν- της λ. βλ. λ. γεννώ].

Russian (Dvoretsky)

γενητικός: v.l. = γεννητικός.