1. μετατρέπω κάτι από μερικό σε γενικό2. επεκτείνω3. καθιστώ κάτι κοινό σε πολλούς, το διαδίδω4. παθ. μπορώ να γενικευθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στα Πρακτικά Γερουσίας Ιονίου Κράτους].