γεννήτειρα

English (LSJ)

ἡ, fem. of γεννητήρ, Pl.Cra.410c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
creadora, engendradora γαῖα Pl.Cra.410c, Corp.Herm.Fr.23.52, τύχη Plot.6.8.10
madre dicho de la virgen María ἀληθὴς γ. ἐστι τοῦ λόγου Leont.H.Nest.M.86.1609A.

German (Pape)

[Seite 483] ἡ, fem. zum folgdn, Plat. Crat. 410 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεννήτειρα -ας, ἡ γεννάω verwekster, moeder.

Russian (Dvoretsky)

γεννήτειρα:родительница Plat.

Greek (Liddell-Scott)

γεννήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ γεννητήρ, Πλάτ. Κρατ. 410C.

Greek Monolingual

γεννήτειρα, η (Α)
(θηλ. του γεννητήρ) η γενέτειρα.