γενναιοφροσύνη

Greek Monolingual

η
1. ευγένεια φρονήματος, μεγαλοψυχία
2. γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναιόφρων. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου].