γενναιόφρων
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
[Seite 483] ον, = γενναιόψυχος, von edlem Gemüth, Eust.
Spanish (DGE)
-ον
magnánimo, entre los crist. santo Rom.Mel.69.ηʹ.3, 82.κζʹ.1.
Greek Monolingual
-ον (Μ γενναιόφρων, -ον)
αυτός που έχει γενναίο φρόνημα
νεοελλ.
1. ο χωρίς πάθη, ανεξίκακος
2. γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + -φρων < φρην (φρενός) (πρβλ. άφρων, εύφρων)].