γενοτυφία

Greek Monolingual

η
αλαζονεία που δείχνει κάποιος για την αριστοκρατική καταγωγή της γενιάς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένος + τύφος «αλαζονεία, έπαρση». Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].