γεωμαχῶ (-έω) (Μ)καλλιεργώ τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μαχώ < -μαχος < μάχομαι «καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να καταφέρω κάτι, πασχίζω»].