γητειά

Greek Monolingual

και γητειά και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το γητεύω
1. μαγική επωδή, ξόρκι
2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια
3. θέλγητρο, γοητεία.