γιαταγάνι

Greek Monolingual

το
σπαθί ή μαχαίρι τών Αράβων και τών Τούρκων, μακρύ, πλατύ, καμπύλο προς το μέρος της αιχμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yatağan].