γιγγρασμός

English (LSJ)

ὁ, the tone of the γίγγρας, Hsch.

Spanish (DGE)

ἦχος Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγρασμός: ὁ, ὁ ἦχος ὃν ἐκφέρει ὁ γίγγρας, Ἡσύχ.

German (Pape)

ὁ, der Ton des Instruments γίγγρας, Hesych.