γκάζι

Greek Monolingual

και γκαζ το
1. το αεριόφως, το φωταέριο
2. το εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου
3. περιοχή πορνείων κοντά στο εργοστάσιο παρασκευής φωταερίου της Αθήνας
4. φρ. «γυναίκα του γκαζιού» — πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gaz].