γκαρίζω
Greek Monolingual
(Α ὀγκῶμαι)
1. (για γαϊδούρια) φωνάζω
2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες
3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» — μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή του αρχικού φωνήεντος < αρχ. ογκώμαι ή γκαρίζω < αρχ. γαρύω «φωνάζω»].
Translations
Arabic: نَهَقَ; Azerbaijani: anqırmaq; Basque: arrantza egin; Bulgarian: рева като магаре; Catalan: bramar; Czech: hýkat; Dutch: balken; Finnish: kiljua, hirnua; French: braire; Galician: ornear; German: iahen, kreischen, schreien; Greek: γκαρίζω; Ancient Greek: βρωμάομαι; Hebrew: נער; Icelandic: rymja; Ido: bramar; Indonesian: meringkik; Italian: ragliare; Latin: onco; Maori: ngehengehe; Ngazidja Comorian: ulila; Norman: braithe; Portuguese: ornejar, zurrar; Serbo-Croatian: njakati, revati; Slovak: híkať; Spanish: rebuznar; Welsh: brefu, nadu