η1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda - roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)].