γκαρνταρόμπα

Greek Monolingual

η
1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο
2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda - roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)].