γλευκόμετρο

Greek Monolingual

το
όργανο, με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα του γλεύκους σε σάκχαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μέτρο(ν). Η λ. γλευκόμετρον μαρτυρείται από το 1881 στον Μαν. Χαιρέτη].