περιεκτικότητα

From LSJ

Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes

Sophocles, Antigone, 472

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του περιεκτικού
2. η αναλογία στην οποία κάτι βρίσκεται ανάμικτο με κάτι άλλο («η περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε άργυρο»)
3. φρ. «περιεκτικότητα σε υγρασία» — η ποσότητα του νερού σε υγρά μορφή ή σε κατάσταση υδρατμών που περιέχεται σε ένα υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. περιεκτικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].