περιεκτικότητα

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του περιεκτικού
2. η αναλογία στην οποία κάτι βρίσκεται ανάμικτο με κάτι άλλο («η περιεκτικότητα του μεταλλεύματος σε άργυρο»)
3. φρ. «περιεκτικότητα σε υγρασία» — η ποσότητα του νερού σε υγρά μορφή ή σε κατάσταση υδρατμών που περιέχεται σε ένα υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. περιεκτικότης, μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά].