γλιχός

English (LSJ)

= γλίσχρος 2, Hsch.; also, = περίεργος, Id.:—fem. γλιχώ, similarly expld. by EM234.26; = φειδωλία, Zonar.

Spanish (DGE)

-ή, -όν mezquino, rebuscado, taimado Hsch.

Greek Monolingual

γλιχός, ο (Α) γλίχομαι
1. γλίσχρος
2. περίεργος.