γλοιάς

English (LSJ)

γλοιάδος, ἡ, vicious, of mares, S.Fr.1037:—masc. γλοίης, ητος, of horses, Hdn. Gr.2.680; also of persons, slippery, shifty, EM 234.44.

Spanish (DGE)

-άδος, ἡ yegua empacada S.Fr.1037.

Greek (Liddell-Scott)

γλοιάς: -άδος, ἡ, κακοήθης, ἀσελγής, ἐπὶ φορβάδων, Σοφ. Ἀποσπ. 863· οὕτω τὸ ἀρσ. γλοίης, ητος, ἐπὶ ἵππων, Ἡρῳδιαν. ἐν Φιλολ. Μουσ. 5. σ. 246, Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μ.

Greek Monolingual

γλοιάς, η (Α) γλοιός
άγρια φοράδα.

German (Pape)

ἵππος, = γλοίης, Soph. frg. 863.