γλυπτικός

English (LSJ)

γλυπτική, γλυπτικόν, of engraving, γλυπτικὴ σφραγίδων (sc. τέχνη) Poll.7.209.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo al grabado o esculpido, glíptico γλυπτικὰ ἔργα ... τοῦ ὀρόφου obras de tallado del techo, PKöln 52.8, 55 (III d.C.)
γλυπτική (sc. τέχνη) arte de grabar o esculpir, glíptica Poll.7.209, Eus.PE 1.9.13, Rh.4.54.

Greek (Liddell-Scott)

γλυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γλυπτικός, -ή, -όν) γλύπτης
1. ο σχετικός με το έργο του γλύπτη
2. το θηλ. ως ουσ. η γλυπτική
η τέχνη του γλύπτη.

German (Pape)

schnitzend, meißelnd, Poll. 7.209; Euseb.