γλωσσικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γλωττικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με τη γλώσσα (το όργανο του στόματος)
νεοελλ.
ο σχετικός με τη γλώσσα, ως μέσο συνεννοήσεως.