γλωσσολύτης

Greek Monolingual

ο
ο γλωσσοδέτης (το παιγνίδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + λύτης < λύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Εμμανουήλ Ροΐδη].