Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
γλωσσοπρόφερτος
Greek Monolingual
-η, -ο αυτός τον οποίο μπορεί να προφέρει η γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ.<γλώσσα+προφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Γεώργιο Δούκα («γλωσσοπρόφερτα σύμφωνα»)].