γλωσσοχαριτέω
English (LSJ)
= χαριτογλωσσέω, flatter, LXX Pr.28.23.
Spanish (DGE)
lisonjear, halagar ὁ ἐλέγχων ἀνθρώπου ὁδοὺς χάριτας ἕξει μᾶλλον τοῦ γλωσσοχαριτοῦντος LXX Pr.28.23.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοχᾰριτέω: χαριτογλωσσέω, κολακεύω, πρὸς χάριν καὶ ἡδονὴν λέγω, Ἑβδ. (Παροιμ. 28, 23).
German (Pape)
mit der Zunge willfahren, nach dem Munde reden, LXX.