γλωττίζω
English (LSJ)
kiss lasciviously, bill, snog AP5.128 (Autom.).
Spanish (DGE)
besar lascivamente γλωττίζει, κνίζει, περιλαμβάνει AP 5.129 (Autom.).
German (Pape)
züngeln, Automed. 3 (V.129); cf. καταγλωττίζω.
Russian (Dvoretsky)
γλωττίζω: целоваться «с язычком» Anth.
Greek (Liddell-Scott)
γλωττίζω: φιλῶ διὰ τῆς γλώσσης μετ’ ἀσελγείας, ὡς αἱ περιστεραί, Ἀνθ. Π. 5. 129· ἴδε καταγλωττίζω.
Greek Monolingual
γλωττίζω (Α) γλώττα
δίνω ρουφηχτό φιλί στο στόμα προβάλλοντας τη γλώσσα.