γναφικός
English (LSJ)
v. κναφικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γναφικός, -ή, -όν, Α και κναφικός, -ή, -όν)
ο γναφευτικός.
German (Pape)
weichere Form für κναφικός.
v. κναφικός.
-ή, -ό (AM γναφικός, -ή, -όν, Α και κναφικός, -ή, -όν)
ο γναφευτικός.
weichere Form für κναφικός.