Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γναφευτικός

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γναφευτικός Medium diacritics: γναφευτικός Low diacritics: γναφευτικός Capitals: ΓΝΑΦΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gnapheutikós Transliteration B: gnapheutikos Transliteration C: gnafeftikos Beta Code: gnafeutiko/s

English (LSJ)

v. κναφευτικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γναφευτικός, -ή, -όν, Α και κναφευτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γναφέα
2. το θηλ. ως ουσ. η γναφευτική
η τέχνη του γναφέα.

German (Pape)

weichere Form für κναφευτικός.