γνοφερός

Greek (Liddell-Scott)

γνοφερός: γνόφος, γνοφόω, γνοφώδης, ἴδε ἐν δνοφερός.

Greek Monolingual

-ά, -ό (Α γνοφερός, -ά, -όν) γνόφος
σκοτεινός.

German (Pape)

δνοφερός.