γνωμάτευμα

German (Pape)

[Seite 498] τό, das Erkenntniß, Urtheil, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γνωμάτευμα: τό, κρίσις, ἀπόφθεγμα, γνωμικόν, Εὐστ. Πονημ. 98. 16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
máxima, sentencia Eust.202.11, cf. Op.319.30.

Greek Monolingual

το (Μ γνωμάτευμα) γνωματεύω
γνωμικό, απόφθεγμα.