γνωριμία

Greek Monolingual

και γνωριμιά και εγνωριμία, η (Μ γνωριμία και γνωριμιά και ἐγνωριμία) γνώριμος
1. το να γνωρίζει κάποιος κάποιον, η κοινωνική σχέση
2. σημάδι για αναγνώριση
νεοελλ.
γνωστό πρόσωπο
μσν.
η γνώση.