γογγύλλω

English (LSJ)

round (μεταστρέφει Suid.), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perhaps συστρέψειν), Hsch.

Spanish (DGE)

redondear, dar forma redonda fig. ref. al discurso, Ar.Th.56, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] nach Porsons Conj. Ar. Th. 56 für γογγυλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γογγύλλω γογγύλος rond maken.

Russian (Dvoretsky)

γογγύλλω: досл. скатывать в виде шарика, перен. закруглять (sc. ἔπη Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλλω: στρογγύλον ποιῶ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Πόρσ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 5β, γογγυλίζει (ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεταστρέφειν)· οὕτω ὁ Κόβητος ἐν V. LL. προτιμᾷ ξυγγογγύλας ἀντὶ -υλίσας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 61, Λυσ. 973· καὶ γογγυλεῖν φαίνεται ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ γογγύλλειν,

Greek Monolingual

γογγύλλω (Α) γογγύλος
στρογγυλεύω κάτι.