το (AM γομάριον, Μ και γομάριν)φορτίο, φόρτωμα που σηκώνει ένα υποζύγιομσν.- νεοελλ.γάιδαροςνεοελλ.άνθρωπος χοντρός, νωθρός και ανόητοςμσν.ζώο με το φορτίο του.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. του αρχ. γόμος].