γονυστεφής

Greek Monolingual

-ές
(για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο].