γουρουνήσιος

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή προέρχεται απ' αυτόν
2. εκείνος που ταιριάζει σε γουρούνι, βρομερός, χυδαίος.