γραικίζω
English (LSJ)
speak Greek, Hdn. Epim. 12.
Spanish (DGE)
hablar griego Hdn.Epim.12.
German (Pape)
[Seite 503] Griechisch sprechen, Hdn. epim. 12.
French (Bailly abrégé)
parler grec.
Étymologie: Γραικός.
Greek Monolingual
(Α γραικίζω) Γραικός
χρησιμοποιώ την ελληνική γλώσσα
νεοελλ.
γραικίζομαι
εξελληνίζομαι.