γρώνη

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 caverne, grotte;
2 huche à pétrir, pétrin.
Étymologie: γρῶνος.

Greek Monolingual

η (Α)
βλ. γρώνος.

Greek Monotonic

γρώνη: ἡ, (ενν. πέτρα) 1. σπηλιά, κοίλο αγγείο,
2. γούρνα, σκαφίδι για ζύμωμα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γρώνη:квашня Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρώνη -ης, ἡ holte.

Middle Liddell

[deriv. uncertain]
a cavern, a hollow vessel, kneading-trough, Anth.