γρῶνος
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
η, ον, (γράω)
A eaten out, cavernous, Lyc.631,1280; hollow, πελλίδες Nic.Al.77.
2 in plural, those who listen and do not speak, Hsch.
II as substantive γρώνη (sc. πέτρα), ἡ, hole, γ. μυοδόχοι Nic.Th.794 (pl.).
2 hollow vessel, kneading-trough, AP7.736 (Leon.).
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Alolema(s): γρόνος Lyc.1280
I 1hondo, cóncavo, cavernoso πελλίδες Nic.Al.77, πέδον Lyc.631, βέρεθρον Lyc.l.c.
2 mudo Hsch.
II subst. ὁ γρῶνος, ἡ γρώνη
1 recipiente, artesa φυστὴ ἐνὶ γρώνῃ μασσομένη παλάμαις AP 7.736 (Leon.), antiguamente de cuero, Hsch.
2 concavidad del carro para meter las riendas, pasarriendas Ael.Dion.γ 14, para meter las lanzas, Hsch.
3 piedra horadada como guarida de anim., Nic.Th.794
•náut. agujero en la piedra de amarre, amarradero Lyc.20, Sch.ad loc., Hsch., Eust.1532.9, Zonar., EM 241.52G.
• Etimología: ¿De *γρως-νος de la r. de γράω?.
German (Pape)
[Seite 507] (γράω), ausgefressen, ausgehöhlt, πελλίδες, Nic. Al. 77; πέδον, βέρεθρον, Lycophr. 631. 1280; – bes. fem. als subst., se. πέτρα, Felsenhöhle, VLL. – Bei Leon. Tar. 55 (VII, 736) heißt so der Backtrog.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
rongé, creusé ; caverneux.
Étymologie: γράω.
Greek (Liddell-Scott)
γρῶνος: -η, -ον, (γράω) καταφαγωμένος, κατατρυπημένος, κοῖλος, Λυκ. 631, 1280. ΙΙ. ως οὐσιαστ. γρώνη (ἐνν. πέτρα), ἡ, σπήλαιον, κοίλη πέτρα, «γοῦρνα», Νίκ. Ἀλ. 77, Ε. Μ. 241. 52, κτλ.· -ἐντεῦθεν πᾶν κοῖλον ἀγγεῖον, σκαφίδιον πρὸς ζύμωμα, Ἀνθ. Π. 7. 736.
Greek Monolingual
γρῶνος, -η, -ον (Α)
1. κατατρυπημένος, με πολλές κοιλότητες
2. το θηλ. ως ουσ. γρώνη, η
α) κοιλότητα, γούρνα
2. σκαφίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γρώνος (< γρωσνος) απαντά με πολλές χρήσεις και συνδέεται με το γράω, από άλλη μεταπτωτική βαθμίδα ρίζας].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: hollow, cavernous (Lyc.),
Derivatives: γρώνη hole, kneading trough (Nic., AP), γρώνους H. several specific meanings.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The usual reconstruction *γρωσ-νος, to γράω, is quite uncertain as the verb shows no ablaut; also the meaning hardly fits.
Frisk Etymology German
γρῶνος: {grō̃nos}
Meaning: hohl, ausgehöhlt, tief (Lyk., Nik.),
Derivative: γρώνη Höhle, Loch, Backtrog (Nik., AP), γρώνους H. in verschiedenen Sonderbedeutungen.
Etymology: Aus *γρωσνος zu γράω, s. d.
Page 1,330